- χρυσοφόρου
- χρῡσοφόρου , χρυσοφόροςwearing goldmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοφόρος — α, ο / χρυσοφόρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που φορεί χρυσά, χρυσοποίκιλτα ενδύματα («Ἑλλήνων προμαχοῡντες Ἀθηναῑοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν», Σιμων.) 2. αυτός που παράγει ή που περιέχει χρυσό (α. «χρυσοφόρα κοιτάσματα» β. «ὁ γράψας… … Dictionary of Greek
Καρνατάκα — (Karnataka). Ομόσπονδο κρατίδιο (191.791 τ. χλμ., 52.733.958 κάτ. το 2001) της Ινδίας με πρωτεύουσα την Μπανγκαλόρ (4.292.223 κάτ. το 2001). Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τα κρατίδια Γκόα και Μαχαράστρα, στα Α με το κρατίδιο Άντρα Πραντές, στα Ν με… … Dictionary of Greek
Ντάρμπαν ή Ντούρμπαν — (Durban). Πόλη (2.396.100 κάτ. το 2003) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, στην επαρχία Νατάλ (92.100 τ. χλμ., 9.523.600 κάτ. το 2003), της οποίας είναι το σημαντικότερο κέντρο· Βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, σ’ έναν κόλπο καλά προστατευμένο, 480… … Dictionary of Greek